μαννούλα

μαννούλα
και μανούλα, η
(με θωπευτική σημ.) μητερούλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαία — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Τιτάνα Άτλαντα και της Πληιόνης, από τη σχέση της οποίας με τον Δία γεννήθηκε ο Ερμής. Πολλοί ποιητές έχουν εξυμνήσει την ομορφιά της και τη θεωρούν ως την πιο όμορφη από τις Πλειάδες. Αναφέρεται άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • μαμάκα — και μαμακούλα, η μαννούλα, μητερούλα …   Dictionary of Greek

  • μαμμίδιον — μαμμίδιον, τὸ (Α) [μάμμη] (υποκορ. τού μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῑδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • μαννάριον — μαννάριον, τὸ (Α) (θωπευτικός τ. τού μάννα [Ι]) μητερούλα, μαννούλα …   Dictionary of Greek

  • μαννίτσα — και μανίτσα και μανίτζα, η (Μ μαννίτσα) (με θωπευτική σημ.) μαννούλα, μητερούλα …   Dictionary of Greek

  • ολοξοπίσω — επίρρ. συνεχώς πίσω («κι ολοξοπίσω πάγαινεν η δόλια του η μαννούλα») 2. εντελώς πίσω, πίσω πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) + ξοπίσω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”